Χτύπησε τη κοκκάλινη πίπα του στο βραχάκι δίπλα στην εστία μας
Η στάχτη από το καπνό κύλισε αθόρυβα μέσα …
« μη ξεχνάς κάθε ευχή που κάνεις ανεβαίνει στ άστρα με τη φωτιά …»
Το βράδυ χόρευε στη παραλία με το γεμάτο φεγγάρι και τραγουδούσε …
Τα πρωινά χανόταν …
και ξανά τον βλέπαμε το σούρουπο με το καπέλο του στο χέρι …
Φάνηκε αχνά πίσω από το παράθυρο την ώρα της χαλάρωσης …
Κάποιος τον είδε να ανεβαίνει με τον καπνό από τις φωτιές μας ψηλά …
… καθόταν δίπλα στη Μαργαρίτα που τραγουδούσε …
Τον ακούσαμε που καλούσε τα παγωνιά και τα ελάφια γύρω μας στη Μονή …
Είμαι σίγουρη ότι όσο ο Ήλιος ήταν στον ουρανό,υποκλινόταν με σεβασμό και έκανε προσφορές ευγνωμοσύνης .
Κύλησαν όλα όμορφα !
Τα γερακίσια μάτια του απομάκρυναν κάθε υποψία δυσκολίας και ο καπνός που ελευθέρωνε οδηγούσε τις πρακτικές και τις προσευχές μας.
Σα το νερό του ποταμού που αβίαστα και δροσερά αναζωογονεί τη Φύση !
Με την ίδια ζωτική δύναμη πότιζε τις καρδιές μας και εμείς ψηλώσαμε θεραπευτήκαμε, με ήλιο γέλιο και τραγούδι .
Ενώσαμε τις φωνές μας τσουγκρίσαμε τα ποτήρια μας .
Ένα όμορφο ταίριασμα έσμιξε τις γνώσεις μας,γεννώντας ομορφιά που αποτυπώθηκε στο χαμόγελο μας .
«… ξέρεις Μαρίανούπ, η φωτιά που καίει στις καρδιές των ανθρώπων είναι αυτή που θα ορίσουν οι ίδιοι .
Η φωτιά της αγάπης,της φιλίας,της ζεστασιάς και εκείνη ακόμα η φωτιά που καίει το χάραμα στον ουρανό,ειναι η ίδια η φωτιά της Ζωής αυτή που ταιριάζει και σμίγει »
…γύρισε και με κοίταξε από την αποβάθρα καθώς το πλοίο έφευγε τη τελευταία μέρα …
κούνησε το καπέλο του γνέφοντας στο επανιδείν ….
οι γλάροι τον ακολούθησαν προς τη στεριά …
Έμεινα να κοιτάω εκεί στη κουπαστή τα μελλούμενα …
Μέσα ακούγονταν ακόμα το τύμπανο της Κατερίνας και τα γέλια της Νικολέτας